Content

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 06, 2012

Το βουνό των βλεμμάτων


Την αγαπούσε τη θάλασσα. Αλλά δεν μπορούσε με τη λογική να εξηγήσει το γιατί. Μήδε συγγενείς στα καράβια είχε, μήδε μεγάλωσε σε κανένα νησί. Βουνίσιος. Από βουνίσια κωμόπολη. Η θάλασσα ήθελε καβάλημα βουνών και ποτέ στα παιδικάτα του δεν τον ικανοποίησε η θέα της. Βαλτότοποι. Την αγαπούσε τη θάλασσα από τα 25 του και μετά. Την αγαπούσε τη θάλασσα όταν έπαψε να είναι στα μάτια του ένας βαλτότοπος, όταν η θάλασσα απέκτησε ένα βλέμμα, ένα βλέμμα που του ανταποκρινόταν. Την αγάπουσε τη θάλασσα από τη μέρα που γνώρισε τη Μαρία, η Μαρία μπήκε στη θάλασσα, η Μαρία τού έριξε ένα βλέμμα και όλη η θάλασσα έγινε πιο μπλε, πιο καθαρή, πιο δική του. Κατέβηκε από το βουνό του για να συναντήσει το βλεμμα της Μαρίας, αυτό το μπλέ, αυτό το καθαρό βλέμμα, κατέβηκε από του βουνό του για να βουτήξει στη θάλασσα. Την αγαπούσε τη θάλασσα από τα 25 του και μετά. Αλλά δεν μπορούσε με τη λογική να εξηγήσει το γιατί.

Ο ίδιος γιατρός στο επάγγελμα, γιατροί οι γονείς του, γαλουχημένος με ιπποκράτειους όρκους, χειρουργικά γάντια, γάζες και αλλόκοτα ονόματα χαπιών.
Όλα γραμμικά. Ενδείξεις, αιτιάσεις, αποδείξεις. Κάθε μέρα ανέβαινε 46 σκαλιά. Να δεί τις ενδείξεις, να σχολιάσει της αιτιάσεις, να  δώσει τις αποδείξεις στο κοινό του προς τέρψιν. Κάθε μέρα γέμιζε το γραφείο του με φακέλους ασθενών, γέμιζε το γραφείο του με τη θλίψη των αρρώστων, γέμιζε το γραφείο του με τα γλυκά των συγγενών, γέμιζε το γραφείο του με την ελπίδα των αρρώστων, γέμιζε το γραφείο του με το θάνατο. Κάθε μέρα κατέβαινε 46 σκαλιά, έμπαινε στο peugeot του πατέρα του, γύριζε σπίτι. Γύριζε σπίτι με την ελπίδα των αρρώστων, γύριζε σπίτι με τα γλυκά των συγγενών, γύριζε σπίτι με το θάνατο.

Η Μαρία τον περίμενε με κείνο το βλέμμα της θάλασσας, εκείνο το μπλέ βλέμμα, εκείνο το καθαρό βλέμμα. Η Μαρία ετοίμαζε το φαγητό, διάβαζε βιβλία, κλάδευε τα λουλούδια σε στρογγυλά σχήματα. Η Μαρία περιμένε το γιατρό της να της φέρει τα γλυκά των συγγενών, να της περιγράψει την ελπίδα των αρρώστων, να αναστενάξει με το θάνατο. Η Μαρία περίμενε το γιατρό της, κάθε μέρα υπομονετικά, μηχανικά έκανε όλες τις κινήσεις. Η Μαρία που κένταγε μικρά κοχύλια πάνω στις κουρτίνες της, η Μαρία που χάζευε τα κοπάδια σύγνεφων να κάθονται πάνω από τη θάλασσα ή να στριμώχνονται πάνω στο βουνό. Από κείνο το βουνό που κατέβαινε ο γιατρός της κάθε μέρα με το peugeot του, για να φτάσει στη θάλασσα, να φτάσει στο μπλέ της, στο καθαρό της βλέμμα. Το ονόμασε το βουνό των βλεμμάτων.

Η Μαρία δεν ήθελε παιδιά. Ένοιωθε ανυπεράσπιστη μπροστά στις ιστορίες του γιατρού της, μασούλαγε τα γλυκά των συγγενών και την έπιανε στυφάδα σαν ένοιωθε την αγωνία τους, την έπιανε και θαυμασμός για το γιατρό της, ήταν ελπιδοφόρα κάποια γλυκά, ιδιώς τα κανταϊφια, αλλά όλα τ΄άλλα είχαν το σιρόπι του θανάτου. Η Μαρία δεν ήθελε παιδιά. Δεν ήθελε να πάει σε κανέναν γιατρό με γλυκά, δεν ήθελε να πάει σε κανένα γιατρό να τη μπολιάσει με ελπίδα, δεν ήθελε να πάει σε κανένα γιατρό να την ραντίσει με θάνατο. Προτιμούσε να κλαδεύει τα φυτά της.

Εκείνος ήθελε παιδιά, να γεμίσει το σπίτι μικρά πατουσάκια, γέλια, φωνές. Εκείνος ήθελε να πολλαπλασιάσει εκείνο το μπλέ βλέμμα, εκείνο το καθαρό βλέμα, εκείνο το βλέμμα της Μαρίας.  Εκείνος ήθελε παιδιά, η Μαρία όχι. Έμενε τα βράδια να κοιτάει το βουνό που την επομένη μέρα θα τον ξαναέβγαζε στα 46 σκαλιά, που θα γέμιζε το γραφείο του με φακέλους ασθενών, που θα γέμιζε το γραφείο του με θλίψη, ελπίδα, γλυκά και θάνατο. Το ονόμασε το βουνό των βλεμμάτων.

Για κείνον όλα γραμμικά. Σπουδές, δουλειά, γνωριμία, αρραβώνας, γάμος, παιδιά. Στο ενδιάμεσο 46 σκαλιά. Εκείνη ήθελε τον κύκλο. Αγαπούσε την επανάληψη. Δεν υπήρχε ενδιάμεσο. Κλάδευε, κένταγε, μαγείρευε, κλαύδευε, κένταγε, μαγείρευε.

Το βουνό τελικά μπήκε μέσα στο σπίτι τους. Το βουνό μπήκε ανάμεσά τους. Χάλασε τη στέγη του σπιτιού. Από τη μια πλευρά η Μαρία από την άλλη ο γιατρός. Τα βλέμματα πάνω στο βουνό. Πουθενά το καθαρό, το μπλε, το βλέμμα της Μαρίας. Ο γιατρός έβλεπε μόνο χώμα. Τα ίδια και η Μαρία. 
Η φωτογραφία μου
Επέλεξα επίτηδες την οδό Μαυροματαίων, για να ξορκίζω την έκφραση "μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε"... Γ.Ξανθούλης
"ο σουρεαλισμός αποδεικνύει ότι το υπερπραγματικό είναι η ίδια η ανυπότακτη πραγματικότητα απαλλαγμένη από το κοινότοπο."
Μαλβίνα Κάραλη
____________________

"Μασάω λαίμαργα το καιρό
κι όλο σε περιμένω"

Γιάννης Κοντός

στο ψάξιμο

"Νύχτωσε πάλι
Η μέρα που ήταν να 'ρθει σήμερα τι απέγινε;"

Γιάννης Αγγελάκας
____________________

"Έχω ζήσει τόση πολύ βουβαμάρα εδώ μέσα, που για μένα τα γράμματα παίζανε το ρόλο συζήτησης. Μετά κατάφερα να κουβεντιάζω ολομόναχη."
Ιωάννα Καρυστιάνη
"Κανείς να μη μάθει πώς ζήσαμε,
κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και, προπαντός,
κανείς να μη μάθει ποτέ πώς πεθάναμε."

Γιώργος Χειμωνάς
____________________

"Είναι η περίληψη
των σιωπών μου που εκρήγνυται και φέγγω ολόκληρη
όταν λυπάμαι"

Στέλλα Βλαχογιάννη
____________________

"Η οικογένειά μας έπασχε
από μιαν ανίατη ασθένεια:τις αναμνήσεις"

Μάνος Ελευθερίου

όλο το σώμα μου συρτάρια

"Ζήσαμε πάντοτε αλλού και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο."

Τάσος Λειβαδίτης
____________________

"πιάνομαι γερά από
τον τρόπο μου που έχω να σαρώνομαι"

Κική Δημουλά
____________________

"Κάθε φορά που σώζεται κάποιος συναντάει το παιδικό εαυτό του με τρύπες σ' ολόκληρο
το σώμα"

Χρήστος Βακαλόπουλος




followers